- ὑποσπουδάζω
- ὑπο-σπουδάζω, etwas gewogen, geneigt sein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υποσπουδάζω — Α [σπουδάζω] είμαι ευνοϊκός απέναντι σε κάποιον, φέρομαι με συμπάθεια σε κάποιον («αὐτόν τε ἐν ὀλιγωριᾳ ἐποιεῑτο καὶ τὸν Καίσαρα ὑπεσπούδαζε», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek
ὑποσπουδασθείς — ὑποσπουδάζω aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)